Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrestrizióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [restritˈtsjone] 1 μετριασμός 2 περικοπή 3 ελάττωση 4 περιορισμός 5 περιστολή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |