Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrèsto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈrɛsto] 1 (denaro) τα ρέστα 2 (il rimanente) το υπόλοιπο permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαper il resto = κατά τ' άλλα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |