Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


restaurazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [restawratˈtsjone]

1 παλινόρθωση
2 επαναφορά
3 αποκατάσταση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  restauratore restauro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

restare (ρ.αμτβ.)
restaurabile (επίθ.)
restaurare (ρ. μτβ.)
restaurativo (επίθ.)
restauratore (αρσ. επίθ και ουσ)
restaurazione (θηλ.ουσ)
restauro (ουσ αρσ )
restio (αρσ. επίθ και ουσ)
restituibile (επίθ.)
restituire (ρ. μτβ.)
restitutore (αρσ. επίθ και ουσ)
restitutorio (επίθ.)
restituzione (θηλ.ουσ)
resto (ουσ αρσ )
restringere (ρ. μτβ.)
restringersi (ρ. μ. αμτβ.)
restringimento (ουσ αρσ )
restrittivo (επίθ.)
restrizione (θηλ.ουσ)
resupino (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---