Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrestìo
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [resˈtio] 1 αρνούμενος πεισματικά (για ζώο) 2 απρόθυμος 3 ανήσυχος (για ζώο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |