Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrestànte
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [resˈtante] 1 κατάλοιπος 2 υπόλοιπος 3 επίλοιπος 4 λοιπός 5 αποδέλοιπος 6 ρέστος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |