Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόresponsabilizzazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [responsabiliddzatˈtsjone] 1 υπευθυνότητα 2 ορισμός ευθυνών κάποιου 3 αίσθημα ευθύνης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |