Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


respìnto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [resˈpinto]

αποτυχών υποψήφιος

respìnto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [resˈpinto]

1 απορριφθείς
2 κομμένος (σε μάθημα)
3 αποτυχημένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  respinta respirabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

respingente (ουσ αρσ )
respingente (επίθ.)
respingere (ρ. μτβ.)
respingimento (ουσ αρσ )
respinta (θηλ.ουσ)
respinto (ουσ αρσ )
respinto (επίθ.)
respirabile (επίθ.)
respirabilità (θηλ.ουσ)
respirare (ρ.αμτβ.)
respiratore (ουσ αρσ )
respiratorio (επίθ.)
respirazione (θηλ.ουσ)
respiro (ουσ αρσ )
responsabile (ουσ αρσ και θηλ.)
responsabile (επίθ.)
responsabilità (θηλ.ουσ)
responsabilizzare (ρ. μτβ.)
responsabilizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
responsabilizzazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---