Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rescìndere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [reʃˈʃindere]

1 καταργώ
2 τερματίζω
3 ανακαλώ
4 ματαιώνω
5 ακυρώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rescindente rescindibile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

requisito (ουσ αρσ )
requisitoria (θηλ.ουσ)
requisizione (θηλ.ουσ)
resa (θηλ.ουσ)
rescindente (επίθ.)
rescindere (ρ. μτβ.)
rescindibile (επίθ.)
rescindibilità (θηλ.ουσ)
rescissione (θηλ.ουσ)
rescissorio (επίθ.)
rescritto (ουσ αρσ )
resecare (ρ. μτβ.)
reseda (θηλ.ουσ)
resezione (θηλ.ουσ)
residente (ουσ αρσ και θηλ.)
residente (επίθ.)
residenza (θηλ.ουσ)
residenziale (επίθ.)
residuale (αρσ. επίθ και ουσ)
residuare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---