Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rescindìbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [reʃʃinˈdibile]

1 ακυρώσιμος
2 αναιρέσιμος
3 ακυρωτέος
4 αποφευκτός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rescindere rescindibilità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

requisitoria (θηλ.ουσ)
requisizione (θηλ.ουσ)
resa (θηλ.ουσ)
rescindente (επίθ.)
rescindere (ρ. μτβ.)
rescindibile (επίθ.)
rescindibilità (θηλ.ουσ)
rescissione (θηλ.ουσ)
rescissorio (επίθ.)
rescritto (ουσ αρσ )
resecare (ρ. μτβ.)
reseda (θηλ.ουσ)
resezione (θηλ.ουσ)
residente (ουσ αρσ και θηλ.)
residente (επίθ.)
residenza (θηλ.ουσ)
residenziale (επίθ.)
residuale (αρσ. επίθ και ουσ)
residuare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
residuato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---