Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


repubblicàno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [repubbliˈkano]

1 μέλος ρεπουμπλικανικού κόμματος
2 δημοκράτης
3 ρεπουμπλικάνος

repubblicàno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [repubbliˈkano]

δημοκρατικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  repubblicanesimo repubblichino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

reprobo (επίθ.)
reps (ουσ αρσ )
reptante (αρσ. επίθ και ουσ)
repubblica (θηλ.ουσ)
repubblicanesimo (ουσ αρσ )
repubblicano (ουσ αρσ )
repubblicano (επίθ.)
repubblichino (αρσ. επίθ και ουσ)
repulsione (θηλ.ουσ)
repulsore (ουσ αρσ )
reputare (ρ. μτβ.)
reputarsi (ρ.μ. (αντων.))
reputato (επίθ.)
reputazione (θηλ.ουσ)
requie (ουσ αρσ )
requie (θηλ.ουσ)
requiem (ουσ αρσ )
requirente (αρσ. επίθ και ουσ)
requisire (ρ. μτβ.)
requisito (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---