Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


repèrto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [reˈpɛrto]

1 ιατρική έκθεση
2 πειστήριο (νομικό)
3 εύρημα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  repertare repertorio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

reperibile (επίθ.)
reperibilità (θηλ.ουσ)
reperimento (ουσ αρσ )
reperire (ρ. μτβ.)
repertare (ρ. μτβ.)
reperto (αρσ. επίθ και ουσ)
repertorio (ουσ αρσ )
replica (θηλ.ουσ)
replicabile (επίθ.)
replicare (ρ. μτβ.)
replicarsi (ρ.μ. (αντων.))
replicativo (επίθ.)
reportage (ουσ αρσ )
reporter (ουσ αρσ και θηλ.)
reprensibile (επίθ.)
repressione (θηλ.ουσ)
repressivo (επίθ.)
represso (αρσ. επίθ και ουσ)
repressore (ουσ αρσ )
repressore (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---