Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


reòmetro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [reˈɔmetro]

1 ροόμετρο
2 γαλβανόμετρο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  reologia reostatico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

renoso (επίθ.)
rentree (θηλ.ουσ)
reo (ουσ αρσ )
reo (επίθ.)
reologia (θηλ.ουσ)
reometro (ουσ αρσ )
reostatico (επίθ.)
reostato (ουσ αρσ )
reotropismo (ουσ αρσ )
reparto (ουσ αρσ )
repechage (ουσ αρσ )
repellente (αρσ. επίθ και ουσ)
repellenza (θηλ.ουσ)
repellere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
repentaglio (ουσ αρσ )
repente (επίθ.)
repente (επίρ.)
repentinità (θηλ.ουσ)
repentino (επίθ.)
reperibile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---