Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


renitènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [reniˈtɛntsa]

1 έλλειψη προθυμίας
2 δυστροπία
3 απροθυμία
4 απειθαρχία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  renitente renna  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

reniforme (επίθ.)
renina (θηλ.ουσ)
renio (ουσ αρσ )
renitente (ουσ αρσ )
renitente (επίθ.)
renitenza (θηλ.ουσ)
renna (θηλ.ουσ)
Reno (κύρ.όν. αρσ.)
renoso (επίθ.)
rentree (θηλ.ουσ)
reo (ουσ αρσ )
reo (επίθ.)
reologia (θηλ.ουσ)
reometro (ουσ αρσ )
reostatico (επίθ.)
reostato (ουσ αρσ )
reotropismo (ουσ αρσ )
reparto (ουσ αρσ )
repechage (ουσ αρσ )
repellente (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---