Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


renitènte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [reniˈtɛnte]

1 φυγόστρατος
2 ανυπότακτος
3 λιποτάκτης
4 κάποιος που αποφεύγει την στρατιωτική θητεία

renitènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [reniˈtɛnte]

1 ανόρεχτος
2 που αποφεύγει να κάνει κάτι
3 ράθυμος
4 δισταχτικός
5 απρόθυμος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  renio renitenza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

renetta (θηλ.ουσ)
reniccio (ουσ αρσ )
reniforme (επίθ.)
renina (θηλ.ουσ)
renio (ουσ αρσ )
renitente (ουσ αρσ )
renitente (επίθ.)
renitenza (θηλ.ουσ)
renna (θηλ.ουσ)
Reno (κύρ.όν. αρσ.)
renoso (επίθ.)
rentree (θηλ.ουσ)
reo (ουσ αρσ )
reo (επίθ.)
reologia (θηλ.ουσ)
reometro (ουσ αρσ )
reostatico (επίθ.)
reostato (ουσ αρσ )
reotropismo (ουσ αρσ )
reparto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---