renitènte
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [reniˈtɛnte]
1 φυγόστρατος
2 ανυπότακτος
3 λιποτάκτης
4 κάποιος που αποφεύγει την στρατιωτική θητεία
renitènte
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [reniˈtɛnte]
1 ανόρεχτος
2 που αποφεύγει να κάνει κάτι
3 ράθυμος
4 δισταχτικός
5 απρόθυμος
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [reniˈtɛnte]
1 φυγόστρατος
2 ανυπότακτος
3 λιποτάκτης
4 κάποιος που αποφεύγει την στρατιωτική θητεία
renitènte
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [reniˈtɛnte]
1 ανόρεχτος
2 που αποφεύγει να κάνει κάτι
3 ράθυμος
4 δισταχτικός
5 απρόθυμος
permalink
renitente (ουσ αρσ )
renitente (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android