Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrenìccio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [reˈnitʧo] 1 εναπόθεση ιλύος ποταμού 2 ιλύς 3 βούρκος ποταμού 4 κατακάθια λάσπης με σωματίδια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |