Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrèndita
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈrɛndita] 1 εισόδημα 2 ετήσιο ποσό 3 πρόσοδος 4 αξίες 5 μετοχές 6 έσοδο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |