Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rèndere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈrɛndere]

1 (restituire) επιστρέφω, ξαναδίνω
2 (fruttare) αποδίνω

rendersi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [ˈrɛndersi]

καθίσταμαι, γίνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  renard rendez–vous  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


rendersi conto = αντιλαμβάνομαι, συνειδητοποιώ || rendersi ridicolo = γίνομαι ρεζίλι || rendersi utile = καθίσταμαι χρήσιμος


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

renaio (ουσ αρσ )
renaiolo (ουσ αρσ )
renale (επίθ.)
renano (επίθ.)
renard (ουσ αρσ )
rendere (ρ. μτβ.)
rendersi (ρ.μ. (αντων.))
rendez–vous (ουσ αρσ )
rendiconto (ουσ αρσ )
rendimento (ουσ αρσ )
rendita (θηλ.ουσ)
rene (ουσ αρσ )
renella (θηλ.ουσ)
renetta (θηλ.ουσ)
reniccio (ουσ αρσ )
reniforme (επίθ.)
renina (θηλ.ουσ)
renio (ουσ αρσ )
renitente (ουσ αρσ )
renitente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---