Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrenaiòlo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [renaˈjɔlo] 1 άνθρωπος που σκάβει στην άμμο 2 μηχανή που σκάβει στην άμμο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |