Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόremòto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [reˈmɔto] 1 απώτερος 2 απομακρυσμένος 3 απόμακρος 4 παράμερος 5 ερημικός 6 απομονωμένος 7 ανάμερος 8 απόμερος 9 ξέμακρος 10 απόκεντρος permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαnella remota possibilità che... = αν παρ' ελπίδα || passato [αρσ.] remoto = ο αόριστος Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |