Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


remòto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [reˈmɔto]

1 απώτερος
2 απομακρυσμένος
3 απόμακρος
4 παράμερος
5 ερημικός
6 απομονωμένος
7 ανάμερος
8 απόμερος
9 ξέμακρος
10 απόκεντρος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  remora rena  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


nella remota possibilità che... = αν παρ' ελπίδα || passato [αρσ.] remoto = ο αόριστος


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

remissivo (επίθ.)
remittenza (θηλ.ουσ)
remo (ουσ αρσ )
remolo (ουσ αρσ )
remora (θηλ.ουσ)
remoto (επίθ.)
rena (θηλ.ουσ)
renaccio (ουσ αρσ )
renaio (ουσ αρσ )
renaiolo (ουσ αρσ )
renale (επίθ.)
renano (επίθ.)
renard (ουσ αρσ )
rendere (ρ. μτβ.)
rendersi (ρ.μ. (αντων.))
rendez–vous (ουσ αρσ )
rendiconto (ουσ αρσ )
rendimento (ουσ αρσ )
rendita (θηλ.ουσ)
rene (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---