Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόremittènza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [remitˈtɛntsa] 1 υποχώρηση (ασθένειας) 2 ύφεση (ασθένειας) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |