Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


remissióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [remisˈsjone]

1 απαλλαγή
2 γλιτωμός
3 άφεση
4 συχώριο
5 διαφυγή
6 παράδοση
7 υποχώρηση
8 ύφεση
9 υπακοή
10 συμμόρφωση
11 αμνησικακία
12 συχώρεση
13 διέξοδος
14 συγχώρεση
15 αμνηστία
16 υποχωρητικότητα
17 συγγνώμη
18 χάρη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  remissibile remissivamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

remigare (ρ.αμτβ.)
remigatore (ουσ αρσ )
reminiscenza (θηλ.ουσ)
remisier (ουσ αρσ )
remissibile (επίθ.)
remissione (θηλ.ουσ)
remissivamente (επίρ.)
remissività (θηλ.ουσ)
remissivo (επίθ.)
remittenza (θηλ.ουσ)
remo (ουσ αρσ )
remolo (ουσ αρσ )
remora (θηλ.ουσ)
remoto (επίθ.)
rena (θηλ.ουσ)
renaccio (ουσ αρσ )
renaio (ουσ αρσ )
renaiolo (ουσ αρσ )
renale (επίθ.)
renano (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---