Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrèmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈrɛmo] το κουπί permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαbarca [θηλ.] a remi = βάρκα με κουπιά Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |