Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrèmolo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈrɛmolo] 1 στρόβιλος 2 ρουφήχτρα 3 δίνη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |