Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


remissivaménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [remissivaˈmente]

1 μειλίχια
2 υπάκουα
3 πειθήνια
4 μαλακά
5 υποχωρητικά
6 υπομονετικά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  remissione remissività  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

remigatore (ουσ αρσ )
reminiscenza (θηλ.ουσ)
remisier (ουσ αρσ )
remissibile (επίθ.)
remissione (θηλ.ουσ)
remissivamente (επίρ.)
remissività (θηλ.ουσ)
remissivo (επίθ.)
remittenza (θηλ.ουσ)
remo (ουσ αρσ )
remolo (ουσ αρσ )
remora (θηλ.ουσ)
remoto (επίθ.)
rena (θηλ.ουσ)
renaccio (ουσ αρσ )
renaio (ουσ αρσ )
renaiolo (ουσ αρσ )
renale (επίθ.)
renano (επίθ.)
renard (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---