Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


remigàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [remiˈgare]

1 λάμνω
2 κωπηλατώ
3 τραβώ κουπί
4 φτεροκοπώ
5 πλαταγίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  remigante remigatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

remeggio (ουσ αρσ )
remico (επίθ.)
remiero (επίθ.)
remigante (ουσ αρσ και θηλ.)
remigante (επίθ.)
remigare (ρ.αμτβ.)
remigatore (ουσ αρσ )
reminiscenza (θηλ.ουσ)
remisier (ουσ αρσ )
remissibile (επίθ.)
remissione (θηλ.ουσ)
remissivamente (επίρ.)
remissività (θηλ.ουσ)
remissivo (επίθ.)
remittenza (θηλ.ουσ)
remo (ουσ αρσ )
remolo (ουσ αρσ )
remora (θηλ.ουσ)
remoto (επίθ.)
rena (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---