Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


relìtto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [reˈlitto]

1 συντρίμμια (πλοίου)
2 σαραβάλιασμα
3 ναυάγιο
4 ράκος ανθρώπινο
5 έκβρασμα
6 απώλεια πλοίου
7 ναυαγισμένο πλοίο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  reliquiario remare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

religiosità (θηλ.ουσ)
religioso (ουσ αρσ )
religioso (επίθ.)
reliquia (θηλ.ουσ)
reliquiario (ουσ αρσ )
relitto (αρσ. επίθ και ουσ)
remare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
remata (θηλ.ουσ)
rematore (αρσ. επίθ και ουσ)
rematrice (θηλ.ουσ)
remeggiare (ρ.αμτβ.)
remeggio (ουσ αρσ )
remico (επίθ.)
remiero (επίθ.)
remigante (ουσ αρσ και θηλ.)
remigante (επίθ.)
remigare (ρ.αμτβ.)
remigatore (ουσ αρσ )
reminiscenza (θηλ.ουσ)
remisier (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---