ItalianoGreco


religiosità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [reliʤosiˈta]

1 θρησκευτικότητα
2 κατάνυξη
3 ευσυνειδησία
4 ηθική ακεραιότητα
5 ευλάβεια
6 ευσέβεια


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---