Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


relè  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [reˈlɛ]

1 ηλεκτρονόμος
2 ρελέ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  relazione relegare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

relatore (ουσ αρσ )
relatore (επίθ.)
relax (ουσ αρσ )
relazionare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
relazione (θηλ.ουσ)
relè (ουσ αρσ )
relegare (ρ. μτβ.)
relegazione (θηλ.ουσ)
religione (θηλ.ουσ)
religiosamente (επίρ.)
religiosità (θηλ.ουσ)
religioso (ουσ αρσ )
religioso (επίθ.)
reliquia (θηλ.ουσ)
reliquiario (ουσ αρσ )
relitto (αρσ. επίθ και ουσ)
remare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
remata (θηλ.ουσ)
rematore (αρσ. επίθ και ουσ)
rematrice (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---