Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrelax
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [reˈlaks], [ˈrelaks] 1 αναψυχή 2 ανακούφιση 3 ανάπαυση 4 εκτόνωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |