Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


religióso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [reliˈʤoso], [reliˈʤozo]

1 καλόγερος
2 μοναχός

religióso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [reliˈʤoso], [reliˈʤozo]

θρυσκευτικός (-ή, -ό), θρήσκος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  religiosità reliquia  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


matrimonio [αρσ.] religioso = ο θρησκευτικός γάμος


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

relegare (ρ. μτβ.)
relegazione (θηλ.ουσ)
religione (θηλ.ουσ)
religiosamente (επίρ.)
religiosità (θηλ.ουσ)
religioso (ουσ αρσ )
religioso (επίθ.)
reliquia (θηλ.ουσ)
reliquiario (ουσ αρσ )
relitto (αρσ. επίθ και ουσ)
remare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
remata (θηλ.ουσ)
rematore (αρσ. επίθ και ουσ)
rematrice (θηλ.ουσ)
remeggiare (ρ.αμτβ.)
remeggio (ουσ αρσ )
remico (επίθ.)
remiero (επίθ.)
remigante (ουσ αρσ και θηλ.)
remigante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---