Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrelativìsmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [relatiˈvizmo] 1 άποψη επικρατούσας ηθικής 2 θεωρία σχετικότητας γνώσης 3 σχετικότητα (θεωρία) 4 σχετικισμός 5 σχετικοκρατία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |