Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


relativaménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [relativaˈmente]

1 αναφορικά
2 συγκριτικά
3 σχετικά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  relativa relativismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

reiterare (ρ. μτβ.)
reiteratamente (επίρ.)
reiterato (επίθ.)
reiterazione (θηλ.ουσ)
relativa (θηλ.ουσ)
relativamente (επίρ.)
relativismo (ουσ αρσ )
relativista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
relativistico (επίθ.)
relatività (θηλ.ουσ)
relativizzare (ρ. μτβ.)
relativizzazione (θηλ.ουσ)
relativo (επίθ.)
relatore (ουσ αρσ )
relatore (επίθ.)
relax (ουσ αρσ )
relazionare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
relazione (θηλ.ουσ)
relè (ουσ αρσ )
relegare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---