Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


reiteràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [reiteˈrare]

επαναλαμβάνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  reiterabile reiteratamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

reinventare (ρ. μτβ.)
reinvestimento (ουσ αρσ )
reinvestire (ρ. μτβ.)
reità (θηλ.ουσ)
reiterabile (επίθ.)
reiterare (ρ. μτβ.)
reiteratamente (επίρ.)
reiterato (επίθ.)
reiterazione (θηλ.ουσ)
relativa (θηλ.ουσ)
relativamente (επίρ.)
relativismo (ουσ αρσ )
relativista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
relativistico (επίθ.)
relatività (θηλ.ουσ)
relativizzare (ρ. μτβ.)
relativizzazione (θηλ.ουσ)
relativo (επίθ.)
relatore (ουσ αρσ )
relatore (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---