Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόreinvestiménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [reinvestiˈmento] 1 αποθεματοποίηση 2 επανεπένδυση 3 νέα επένδυση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |