Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


reintegràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [reinteˈgrare]

1 παλινορθώνω
2 χρηματοδοτώ ξανά χρέος
3 επαναφέρω
4 αποκαθιστώ
5 εγκαθιστώ ξανά
6 αποζημιώνω
7 επιστρέφω χρήματα
8 ξεπληρώνω

reintegrarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [reinteˈgrarsi]

1 παλινορθώνομαι
2 επανέρχομαι
3 αποκαθίσταμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  reinserirsi reintegrativo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

reinnesto (ουσ αρσ )
reinscrivere (ρ. μτβ.)
reinserimento (ουσ αρσ )
reinserire (ρ. μτβ.)
reinserirsi (ρ.μ. (αντων.))
reintegrare (ρ. μτβ.)
reintegrarsi (ρ.μ. (αντων.))
reintegrativo (επίθ.)
reintegrazione (θηλ.ουσ)
reinventare (ρ. μτβ.)
reinvestimento (ουσ αρσ )
reinvestire (ρ. μτβ.)
reità (θηλ.ουσ)
reiterabile (επίθ.)
reiterare (ρ. μτβ.)
reiteratamente (επίρ.)
reiterato (επίθ.)
reiterazione (θηλ.ουσ)
relativa (θηλ.ουσ)
relativamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---