Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


reinnèsto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [reinˈnɛsto]

εκ νέου εμβολιασμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  reinnestare reinscrivere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

reincarnazione (θηλ.ουσ)
reinfezione (θηλ.ουσ)
reingaggio (ουσ αρσ )
reingresso (ουσ αρσ )
reinnestare (ρ. μτβ.)
reinnesto (ουσ αρσ )
reinscrivere (ρ. μτβ.)
reinserimento (ουσ αρσ )
reinserire (ρ. μτβ.)
reinserirsi (ρ.μ. (αντων.))
reintegrare (ρ. μτβ.)
reintegrarsi (ρ.μ. (αντων.))
reintegrativo (επίθ.)
reintegrazione (θηλ.ουσ)
reinventare (ρ. μτβ.)
reinvestimento (ουσ αρσ )
reinvestire (ρ. μτβ.)
reità (θηλ.ουσ)
reiterabile (επίθ.)
reiterare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---