Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


reinscrìvere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [reinsˈkrivere]

κατατάσσομαι εκ νέου στο στρατό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  reinnesto reinserimento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

reinfezione (θηλ.ουσ)
reingaggio (ουσ αρσ )
reingresso (ουσ αρσ )
reinnestare (ρ. μτβ.)
reinnesto (ουσ αρσ )
reinscrivere (ρ. μτβ.)
reinserimento (ουσ αρσ )
reinserire (ρ. μτβ.)
reinserirsi (ρ.μ. (αντων.))
reintegrare (ρ. μτβ.)
reintegrarsi (ρ.μ. (αντων.))
reintegrativo (επίθ.)
reintegrazione (θηλ.ουσ)
reinventare (ρ. μτβ.)
reinvestimento (ουσ αρσ )
reinvestire (ρ. μτβ.)
reità (θηλ.ουσ)
reiterabile (επίθ.)
reiterare (ρ. μτβ.)
reiteratamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---