reingrèsso
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [reinˈgrɛsso]
1 δεύτερη ή νέα είσοδος
2 χαρτί που ξαναβάζει στο παιχνίδι
3 πάρσιμο πίσω ιδιοκτησίας
4 επανείσοδος σε ατμόσφαιρα γης
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [reinˈgrɛsso]
1 δεύτερη ή νέα είσοδος
2 χαρτί που ξαναβάζει στο παιχνίδι
3 πάρσιμο πίσω ιδιοκτησίας
4 επανείσοδος σε ατμόσφαιρα γης
permalink
reingresso (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android