Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


reingrèsso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [reinˈgrɛsso]

1 δεύτερη ή νέα είσοδος
2 χαρτί που ξαναβάζει στο παιχνίδι
3 πάρσιμο πίσω ιδιοκτησίας
4 επανείσοδος σε ατμόσφαιρα γης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  reingaggio reinnestare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

reincarnare (ρ. μτβ.)
reincarnarsi (ρ.μ. (αντων.))
reincarnazione (θηλ.ουσ)
reinfezione (θηλ.ουσ)
reingaggio (ουσ αρσ )
reingresso (ουσ αρσ )
reinnestare (ρ. μτβ.)
reinnesto (ουσ αρσ )
reinscrivere (ρ. μτβ.)
reinserimento (ουσ αρσ )
reinserire (ρ. μτβ.)
reinserirsi (ρ.μ. (αντων.))
reintegrare (ρ. μτβ.)
reintegrarsi (ρ.μ. (αντων.))
reintegrativo (επίθ.)
reintegrazione (θηλ.ουσ)
reinventare (ρ. μτβ.)
reinvestimento (ουσ αρσ )
reinvestire (ρ. μτβ.)
reità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---