Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


reincarnàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [reinkarˈnare]

1 μετενσωματώνω
2 μετενσαρκώνω
3 μετεμψυχώνω

reincarnarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [reinkarˈnarsi]

μετεμψυχώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  reincarico reincarnazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

reimpiantare (ρ. μτβ.)
reimpianto (ουσ αρσ )
reimpiegare (ρ. μτβ.)
reimpiego (ουσ αρσ )
reincarico (ουσ αρσ )
reincarnare (ρ. μτβ.)
reincarnarsi (ρ.μ. (αντων.))
reincarnazione (θηλ.ουσ)
reinfezione (θηλ.ουσ)
reingaggio (ουσ αρσ )
reingresso (ουσ αρσ )
reinnestare (ρ. μτβ.)
reinnesto (ουσ αρσ )
reinscrivere (ρ. μτβ.)
reinserimento (ουσ αρσ )
reinserire (ρ. μτβ.)
reinserirsi (ρ.μ. (αντων.))
reintegrare (ρ. μτβ.)
reintegrarsi (ρ.μ. (αντων.))
reintegrativo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---