Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόreimpiègo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [reimˈpjɛgo] 1 επανεπένδυση 2 επαναπρόσληψη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |