Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


reimbarcàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [reimbarˈkare]

μπαρκάρω ξανά

reimbarcarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [reimbarˈkarsi]

μπαρκάρω ξανά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  reificazione reimbarco  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

reietto (ουσ αρσ )
reietto (επίθ.)
reiezione (θηλ.ουσ)
reificare (ρ. μτβ.)
reificazione (θηλ.ουσ)
reimbarcare (ρ. μτβ.)
reimbarcarsi (ρ.μ. (αντων.))
reimbarco (ουσ αρσ )
reimpiantare (ρ. μτβ.)
reimpianto (ουσ αρσ )
reimpiegare (ρ. μτβ.)
reimpiego (ουσ αρσ )
reincarico (ουσ αρσ )
reincarnare (ρ. μτβ.)
reincarnarsi (ρ.μ. (αντων.))
reincarnazione (θηλ.ουσ)
reinfezione (θηλ.ουσ)
reingaggio (ουσ αρσ )
reingresso (ουσ αρσ )
reinnestare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---