Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


reiètto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [reˈjɛtto]

1 αποδιοπομπαίος τράγος
2 άνθρωπος απόβλητος

reiètto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [reˈjɛtto]

1 απόβλητος
2 απόκληρος
3 έκβλητος
4 αποσυνάγωγος
5 παρίας
6 διωγμένος απ' όλους
7 απότακτος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  regresso reiezione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

regredire (ρ.αμτβ.)
regressione (θηλ.ουσ)
regressivamente (επίρ.)
regressivo (επίθ.)
regresso (ουσ αρσ )
reietto (ουσ αρσ )
reietto (επίθ.)
reiezione (θηλ.ουσ)
reificare (ρ. μτβ.)
reificazione (θηλ.ουσ)
reimbarcare (ρ. μτβ.)
reimbarcarsi (ρ.μ. (αντων.))
reimbarco (ουσ αρσ )
reimpiantare (ρ. μτβ.)
reimpianto (ουσ αρσ )
reimpiegare (ρ. μτβ.)
reimpiego (ουσ αρσ )
reincarico (ουσ αρσ )
reincarnare (ρ. μτβ.)
reincarnarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---