ItalianoGreco


reiètto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [reˈjɛtto]

1 αποδιοπομπαίος τράγος
2 άνθρωπος απόβλητος

reiètto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [reˈjɛtto]

1 απόβλητος
2 απόκληρος
3 έκβλητος
4 αποσυνάγωγος
5 παρίας
6 διωγμένος απ' όλους
7 απότακτος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---