Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


regressióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [regresˈsjone]

1 οπισθοδρόμηση
2 καρκινοβασία
3 σταδιακή απώλεια ικανοτήτων
4 οπισθοχώρηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  regredire regressivamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

regolatore (επίθ.)
regolazione (θηλ.ουσ)
regolizia (θηλ.ουσ)
regolo (ουσ αρσ )
regredire (ρ.αμτβ.)
regressione (θηλ.ουσ)
regressivamente (επίρ.)
regressivo (επίθ.)
regresso (ουσ αρσ )
reietto (ουσ αρσ )
reietto (επίθ.)
reiezione (θηλ.ουσ)
reificare (ρ. μτβ.)
reificazione (θηλ.ουσ)
reimbarcare (ρ. μτβ.)
reimbarcarsi (ρ.μ. (αντων.))
reimbarco (ουσ αρσ )
reimpiantare (ρ. μτβ.)
reimpianto (ουσ αρσ )
reimpiegare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---