Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόregolazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [regolatˈtsjone] 1 ρύθμιση 2 προσάρμοση 3 ρεγουλάρισμα 4 συντονισμός 5 τακτοποίηση 6 έλεγχος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |