Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


regolàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [regoˈlato]

1 λογικός
2 εξισορροπημένος
3 τακτοποιημένος
4 τακτικός
5 μεθοδικός
6 μετρημένος
7 κανονικός
8 διαλλακτικός
9 ισορροπημένος
10 ισόρροπος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  regolatezza regolatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

regolarizzazione (θηλ.ουσ)
regolarmente (επίρ.)
regolata (θηλ.ουσ)
regolatamente (επίρ.)
regolatezza (θηλ.ουσ)
regolato (επίθ.)
regolatore (ουσ αρσ )
regolatore (επίθ.)
regolazione (θηλ.ουσ)
regolizia (θηλ.ουσ)
regolo (ουσ αρσ )
regredire (ρ.αμτβ.)
regressione (θηλ.ουσ)
regressivamente (επίρ.)
regressivo (επίθ.)
regresso (ουσ αρσ )
reietto (ουσ αρσ )
reietto (επίθ.)
reiezione (θηλ.ουσ)
reificare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---