Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


regolarizzazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [regolariddzatˈtsjone]

1 ομαλοποίηση
2 τακτοποίηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  regolarizzare regolarmente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

regolare (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
regolare (ρ. μτβ.)
regolarsi (ρ.μ. (αντων.))
regolarità (θηλ.ουσ)
regolarizzare (ρ. μτβ.)
regolarizzazione (θηλ.ουσ)
regolarmente (επίρ.)
regolata (θηλ.ουσ)
regolatamente (επίρ.)
regolatezza (θηλ.ουσ)
regolato (επίθ.)
regolatore (ουσ αρσ )
regolatore (επίθ.)
regolazione (θηλ.ουσ)
regolizia (θηλ.ουσ)
regolo (ουσ αρσ )
regredire (ρ.αμτβ.)
regressione (θηλ.ουσ)
regressivamente (επίρ.)
regressivo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---