Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόregolàta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [regoˈlata] 1 γενική ρύθμιση ή επισκευή 2 συντονισμός 3 αρχική δοκιμή 4 ρύθμιση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |