Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


regolatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [regolaˈtore]

1 διάταξη ρύθμισης
2 ρυθμιστής
3 ρυθμιστήρας
4 ρυθμιστικό
5 σύστημα τηλεχειρισμού

regolatóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [regolaˈtore]

ρυθμιστικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  regolato regolazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

regolarmente (επίρ.)
regolata (θηλ.ουσ)
regolatamente (επίρ.)
regolatezza (θηλ.ουσ)
regolato (επίθ.)
regolatore (ουσ αρσ )
regolatore (επίθ.)
regolazione (θηλ.ουσ)
regolizia (θηλ.ουσ)
regolo (ουσ αρσ )
regredire (ρ.αμτβ.)
regressione (θηλ.ουσ)
regressivamente (επίρ.)
regressivo (επίθ.)
regresso (ουσ αρσ )
reietto (ουσ αρσ )
reietto (επίθ.)
reiezione (θηλ.ουσ)
reificare (ρ. μτβ.)
reificazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---