Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


reiezióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [rejetˈtsjone]

1 εκτίναξη
2 εκβολή
3 απάρνηση
4 εξοστρακισμός
5 απόρριψη
6 αποβολή
7 άρνηση
8 αποσκορακισμός
9 πέταμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  reietto reificare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

regressivamente (επίρ.)
regressivo (επίθ.)
regresso (ουσ αρσ )
reietto (ουσ αρσ )
reietto (επίθ.)
reiezione (θηλ.ουσ)
reificare (ρ. μτβ.)
reificazione (θηλ.ουσ)
reimbarcare (ρ. μτβ.)
reimbarcarsi (ρ.μ. (αντων.))
reimbarco (ουσ αρσ )
reimpiantare (ρ. μτβ.)
reimpianto (ουσ αρσ )
reimpiegare (ρ. μτβ.)
reimpiego (ουσ αρσ )
reincarico (ουσ αρσ )
reincarnare (ρ. μτβ.)
reincarnarsi (ρ.μ. (αντων.))
reincarnazione (θηλ.ουσ)
reinfezione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---