Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


reiterazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [reiteratˈtsjone]

1 επανάληψη
2 παλιλλογία
3 αναδρομή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  reiterato relativa  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

reità (θηλ.ουσ)
reiterabile (επίθ.)
reiterare (ρ. μτβ.)
reiteratamente (επίρ.)
reiterato (επίθ.)
reiterazione (θηλ.ουσ)
relativa (θηλ.ουσ)
relativamente (επίρ.)
relativismo (ουσ αρσ )
relativista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
relativistico (επίθ.)
relatività (θηλ.ουσ)
relativizzare (ρ. μτβ.)
relativizzazione (θηλ.ουσ)
relativo (επίθ.)
relatore (ουσ αρσ )
relatore (επίθ.)
relax (ουσ αρσ )
relazionare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
relazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---